Εδώ δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι!
Από την μία ο πόνος στους μύες που έχουν προπονηθεί με αντιστάσεις είναι λογικός καθώς οι μυϊκές ίνες έχουν υποστεί ένα ποσοστό ζημιάς, γεγονός που υπό συνθήκες μπορεί να μεταφραστεί σαν σημάδι αποτελεσματικότητας στην προπόνηση. Από την άλλη η έλλειψη αυτού δεν σηματοδοτεί αναγκαστικά το αντίθετο.
Το κατάλληλο μεταβολικό στρες μπορεί να επέλθει σε μία μυϊκή ομάδα μέσα από πολλές μεθόδους. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πιο αντικειμενικά κριτήρια για να καταλάβουμε εάν οι προπονήσεις μας είναι αποτελεσματικές ή όχι. Η συχνότητα και ο όγκος προπόνησης που έχει επιλέξει κάποιος, μπορεί να είναι τέτοια ώστε ένα τεταμένο μυϊκό «πιάσιμο» να είναι περισσότερο εμπόδιο παρά σημάδι βελτίωσης, π.χ σε ένα πρόγραμμα όπου μία μυϊκή ομάδα θα προπονηθεί 3 φορές/εβδομάδα, τότε το μεταβολικό στρες ίσως επαρκεί για να επιφέρει μυϊκή ανάπτυξη χωρίς το άτομο να βιώνει ιδιαίτερα «πιασίματα».
Από την άλλη, εάν ο πόνος τις μέρες μετά την προπόνηση είναι ιδιαίτερα έντονος και το σώμα αργεί να ανακάμψει (περισσότερες από 72 ώρες), τότε ίσως το μέγεθος της ζημιάς στον μυ να είναι τόσο μεγάλο που το σώμα να αδυνατεί να αναπλάσει πλήρως τη ζημιά ώστε να επέλθει υπερτροφία.
Συμπεραίνουμε λοιπόν, μέσα από αποτελέσματα ερευνών, ότι το μυϊκό «πιάσιμο» μπορεί υπό τις κατάλληλες συνθήκες να είναι θεμιτό και σημάδι βελτίωσης, αλλά για να προβούμε σε συμπεράσματα για την ποιότητα της προπόνησης και την αποτελεσματικότητα της , θα πρέπει να λάβουμε υπ όψιν και άλλους σημαντικούς παράγοντες όπως η γενετική προδιάθεση του ατόμου να ανακάμπτει από το μεταβολικό στρες, το πρωτόκολλο άσκησης που ακολουθεί και την πρόοδο που εμφανίζει σε αυτό.
Βιβλιογραφία:
Comments are closed.